- φλοίδα
- η, Νβλ. φλούδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλούδα — και φλοίδα και φλύδα, η, Ν 1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός 2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
φλούδα — φλούδα, η και φλοίδα, η το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα των δέντρων (στον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες τους) ή ορισμένων καρπών, το φλούδι, ο φλοιός: Η φλούδα της αχλαδιάς. – Η φλούδα του λεμονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)